- μέντα
- (Mentha). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των λαμιιδών. Πρόκειται για φυτά των εύκρατων περιοχών του βορείου ημισφαιρίου, τα οποία χαρακτηρίζονται από τα αρωματικά τους φύλλα και τα μικρά τους άνθη.
Ιδιαίτερα γνωστό είδος είναι το Mentha piperita, το οποίο αποτελεί προϊόν διασταύρωσης των ειδών Mentha spicata (δυόσμος) και Mentha aquatica, που σταθεροποιήθηκε εξαιτίας του πολλαπλασιασμού της με ριζώματα. Πρόκειται για πολυετή πόα, η οποία μπορεί να φθάσει σε ύψος τα 50 εκ. Έχει αντίθετα, ωοειδή-λογχοειδή, πριονωτά φύλλα και ροδόχροα άνθη, τα οποία σχηματίζουν επάκριους στάχεις και αποτελούνται από μια χοανοειδή στεφάνη με 4 σχεδόν ισομήκεις λοβούς, από τους οποίους ο ένας είναι δισχιδής· έχει 4 όμοιους στήμονες.
Άλλα είδη που αυτοφύονται στην Ελλάδα είναι τα Mentha longifolia, Menthaarvensis και Mentha aquatica, τα οποία συναντώνται στις άκρες των δρόμων και σε υγρούς αγρούς· ιδιαίτερα η Mentha aquatica συναντάται στις όχθες των ποταμών και στα αυλάκια. Γενικά, έχουν τετραγωνικό βλαστό, αντίθετα φύλλα και ένα αρκετά ανεπτυγμένο αδενώδες σύστημα· τα φύλλα τους είναι πάντα τριχωτά και σε μερικά είδη (Mentha longifolia) το τρίχωμα προδίδει στο φυτό ένα λευκωπό-αργυρόχροο χρώμα· τα άνθη είναι διατεταγμένα είτε κατά κεφαλιόμορφους στάχεις, όπως στη Mentha aquatica, είτε κατά επιμήκεις στάχεις χωρισμένους σε σπονδύλους (Mentha longifolia, Menthaarvensis). Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει επίσης τα είδη μ. η χνουδωτή, μ. η μελανωπή, μ. η στρογγυλόφυλη, (αγριόδυοσμος), μ. η μικρόφυλλη, μ. η ρεβερχόνεια, μ. η πολιά και μ. η πουλέγεια (βληχούνι ή φλησκούνι).
Η μ. χρησιμοποιείται στην κουζίνα για τον αρωματισμό των φαγητών, ενώ από αυτή εξάγεται με απόσταξη ένα αξιόλογο αιθέριο έλαιο με διαπεραστικό άρωμα και γεύση, που χρησιμοποιείται στην ποτοποιία. Η αξία του αιθέριου ελαίου της μ. εξαρτάται από την ποσότητα των περιεχομένων εστέρων μενθόλης, η οποία χρησιμοποιείται στη φαρμακοποιία. Η καλλιέργεια της μ. για παραλαβή αιθέριου ελαίου άρχισε στην Ελλάδα το 1956· η πρώτη φυτεία δοκιμαστικής καλλιέργειας εγκαταστάθηκε σε έκταση 90 στρεμμάτων του Σταθμού Γεωργικής Έρευνας Αλιάρτου (Κωπαΐδα), ενώ πλέον καλλιεργείται και σε άλλες περιοχές της χώρας. Ευδοκιμεί σε όλα τα εδάφη, αρκεί να μην είναι υπερβολικά υγρά και απαλλαγμένα από ζιζάνια. Καλύτερη εποχή φύτευσης των ριζωμάτων θεωρείται για την Ελλάδα το φθινόπωρο. Η κοπή των βλαστών της μ. γίνεται δύο φορές τον χρόνο: αρχές Ιουλίου (εποχή άνθησης της μ.) και Οκτώβριο· επιμελημένη καλλιέργεια μ. μπορεί να αποδώσει γύρω στα 7 κιλά αιθέριου ελαίου ανά στρέμμα.
* * *(I)η1. βοτ. το φυτό μένθη ή μίνθη, που ανήκει σε γένος δικότυλων πολυετών ποωδών φυτών τής οικογένειας λαμιίδες, με φύλλα τα οποία με την τριβή αναδίδουν ευχάριστη μυρωδιά που οφείλεται στο αιθέριο έλαιο το οποίο περιέχουν, ονομαζόμενο και αυτό μέντα1. ηδύποτο με άρωμα μέντας, αλλ. πίπερμαν3. καραμέλα με άρωμα μέντας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. menta < λατ. menta (< μίνθα < αρχ. μίνθη)].————————(II)η1. σφάλμα, λάθος2. δυστροπία3. συρραφή τών πανιών πλοίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. menda].
Dictionary of Greek. 2013.